Tα μαστουρωμένα τεχνοφρικιά στις Silicon Valley του πλανήτη ετοιμάζουν τις ψηφιακές τράπεζες του σήμερα!

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Που θα κάνουν διακοπές τα τεχνοφρικιά του κοντινού μέλλοντος;
Όχι φυσικά στη Πάρο και στη Μύκονο αλλά στις “Silicon Valley” ανά τον πλανήτη.



Από τον Ian Ford

Εδώ όπου θα διεξάγονται τα φεστιβάλ των φωτεινών μυαλών της τεχνολογίας οι εμπνεύσεις των οποίων θα πυροδοτούν τις εξελίξεις στη ρομποτική, τη τεχνητή νοημοσύνη, την ιατρική, τις φαρμακοβιομηχανίες και πάει λέγοντας.


Οχι, το μέλλον του Παγκόσμιου Τουρισμού δεν είναι οι παραλίες αλλά τα κοινόβια “Silicon Valley”. Tα technowoodstock.


Εδώ με την χρήση των πιο προηγμένων και πιο φυσικών ναρκωτικών οι μαστουρομένες διάνοιες θα οικοδομούν τον κόσμο του μέλλοντος.

Σ΄αυτόν δεν θα υπάρχουν για παράδειγμα οι παραδοσιακές τράπεζες-ήδη αργοσβήνουν.

Το μέλλον είναι οι ψηφιακές τράπεζες-τσέπες και τα κρυπτονομίσματα. Το πιο πιθανό μάλιστα είναι κάθε φυλή να έχει την δική της ψηφιακή τράπεζα και το δικό της κρυπτονόμισμα.

“[Οι παραδοσιακές τράπεζες] είναι πραγματικά περίπλοκες επιχειρήσεις, με πολύπλοκο ρυθμιστικό πλαίσιο και πελάτες που είναι σχετικά αδρανείς”. Αλλά, “εάν [οι νεοτράπεζες] μπορέσουν να προσελκύσουν καταναλωτές, μπορούν να αποσπάσουν περισσότερα από απλώς ένα μερίδιο στο πορτοφόλι ενός καταναλωτή. Οι εξελίξεις μπορεί να είναι ραγδαίες. Αλλάζει το παιχνίδι. “

Πάρτε μια γεύση μέλλοντος από το άρθρο του Jeff Kauflin στο Forbes που αναδημοσιεύει το Capital.gr

“Το όριο είναι ο ουρανός”, σημειώνει ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της MoneyLion, Dee Choubey, καθώς περπατά στο πάρκο Madison Square Park του Μανχάταν ανάμεσα στα δέντρα που αντανακλούν το φως του ήλιου.

Ο Choubey, 38 ετών, κάνει έναν μεσημεριανό περίπατο, φεύγοντας από τα ασφυκτικά γεμάτα γραφεία της MoneyLion στη γειτονιά Φλατάιρον, όπου 65 άτομα εργάζονται με στόχο να “επανεφεύρουν” τη λιανική τραπεζική για τη γενιά του ίντερνετ και των εφαρμογών. Ονοματίζει δύο επιχειρήσεις που λειτουργούν ως πρότυπό του -οι οποίες έχουν αλλάξει θεμελιωδώς τον τρόπο μεταφοράς χρημάτων σε όλο τον κόσμο- κάνοντας προφανείς τις φιλοδοξίες του για την έξι ετών startup που έχει δημιουργήσει: “PayPal και Square”. Δύο εταιρείες η συνδυαστική αξία των οποίων ανέρχεται στα 150 δισ. δολάρια.

“Ο στόχος της MoneyLion είναι να γίνει διαχειριστής πλούτου, η ιδιωτική τράπεζα για τα νοικοκυριά των 50.000 δολαρίων”, λέει ο Choubey.



Στην τελευταία καταμέτρηση πελατολογίου, η εφαρμογή της MoneyLion αριθμούσε 5,7 εκατ. χρήστες, έναντι 3 εκατ. πριν από έναν χρόνο, με το 1 εκατ. εξ αυτών να καταβάλλουν συνδρομή.


Οι πελάτες της, πολλοί από το Τέξας και το Οχάιο, πληρώνουν περισσότερα από 20 δολάρια τον μήνα για να έχουν πρόσβαση σε έναν λογαριασμό όψεως της MoneyLion, να παρακολουθούν το πιστωτικό όριό τους ή για να λάβουν ένα μικρό χαμηλότοκο δάνειο.

Συνολικά, η MoneyLion προσφέρει επτά χρηματοοικονομικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων κάποιων απροσδόκητων, όπως δάνεια συνδεδεμένα με το μισθό του δανειολήπτη, ενώ -σύντομα- θα παρέχει και χρηματιστηριακές υπηρεσίες. Ο Choubey αναμένει ότι η εταιρεία του θα εμφανίσει έσοδα ύψους 90 εκατ. δολαρίων φέτος, τριπλασιάζοντας τα έσοδα των 30 εκατ. δολαρίων της περσινής χρονιάς.



Κατά τον τελευταίο γύρο χρηματοδότησης της MoneyLion, όταν συγκέντρωσε 100 εκατ. δολάρια από επενδυτές -μεταξύ των οποίων η Edison Partners με έδρα στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ και η Capital One, με έδρα το ΜακΛιν της Βιρτζίνια-, η αποτίμηση της εταιρείας του υπολογίστηκε σε περίπου 700 εκατ. δολάρια. Ο ίδιος εκτιμά δε ότι μέχρι τα μέσα του 2020 η MoneyLion θα εμφανίζει ισοσκελισμένο ισολογισμό.

Σύντομα, εξάλλου, θα προσφέρει επίσης λογαριασμούς ταμιευτηρίου εγγυημένους από την Federal Deposit Insurance Corporation (FDIC), ενώ αργότερα το 2020 προγραμματίζει και τη χορήγηση πιστωτικών καρτών. Για να διατηρήσουμε τους πελάτες μας, λέει, “πρέπει να γίνουμε ‘εργοστάσιο’ προϊόντων”.

Όπως οι περισσότεροι επιχειρηματίες, ο Choubey πιστεύει ότι οι δυνατότητες της εταιρείας του είναι ουσιαστικά απεριόριστες. Αλλά έχοντας περάσει μια δεκαετία “περιοδεύοντας” στα τμήματα επενδύσεων των Citi, Goldman, Citadel και Barclays, είναι επίσης ρεαλιστής όσον αφορά το πού μπορεί να φτάσει.

Άλλωστε, σίγουρα δεν είναι ο μόνος που βλέπει τις ευκαιρίες που διανοίγονται για τις νεοεμφανιζόμενες ψηφιακές τράπεζες -τις αποκαλούμενες και νεοτράπεζες- να μεταμορφώσουν τη λιανική τραπεζική και να δημιουργήσουν μια νέα γενιά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. “Μόλις άκουσα μια φήμη ότι η Chime οδεύει σε νέο γύρο χρηματοδότησης με στόχο αποτίμηση της τάξης των 5 δισ. δολαρίων”, λέει.

Παγκοσμίως, μια τεράστια “στρατιά” νεοτραπεζών στοχεύει σε όλη τη γκάμα των καταναλωτών και μικρών επιχειρήσεων – από επενδυτές της γενιάς των Millennials μέχρι οδοντιάτρους και επιχειρήσεις που αναπτύσσονται με το μοντέλο της δικαιόχρησης (franchise).

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της McKinsey υπάρχουν 5.000 νεοφυείς επιχειρήσεις παγκοσμίως που προσφέρουν νέες και παραδοσιακές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, έναντι 2.000 μόλις πριν από τρία χρόνια. Επιπλέον, το πρώτο εννεάμηνο του 2019, τα venture capitals έχουν “ρίξει” 2,9 δισ. δολάρια σε νεοτράπεζες, έναντι 2,3 δισ. δολαρίων στο σύνολο του 2018, σύμφωνα με τη CB Insights.



Τα ποσά των επενδυτικών κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση ψηφιακών τραπεζών έχουν εκτοξευτεί. Φέτος, τείνουν να υπερβούν το συνολικό ποσό που επενδύθηκε το 2017 και το 2018.


Πίσω από αυτήν την έκρηξη, βρίσκονται οι νέες τεχνολογικές υποδομές που κάνουν την ίδρυση μιας νεοτράπεζας φθηνή και εύκολη, καθώς και μια αναδυόμενη γενιά πελατών που προτιμούν να διεκπεραιώνουν τα πάντα μέσω των κινητών τους τηλεφώνων.

Έτσι, ενώ η ίδρυση μιας παραδοσιακής τράπεζας μπορεί να απαιτήσει χρόνια και αρκετά εκατομμύρια για νομικά και άλλα έξοδα, μια startup μπορεί μέσω μιας εφαρμογής να συνδεθεί με προϊόντα που παρέχουν οι παραδοσιακές τράπεζες και να ξεκινήσει τη λειτουργία της με αρχικό ελάχιστο κεφάλαιο ύψους 500.000 δολαρίων.

“Σήμερα μπορείς να απογειώσεις την [fintech] εταιρεία σου μέσα σε μερικούς μήνες”, σημειώνει η Angela Strange, συνεργάτης της Andreessen Horowitz, η οποία συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της νεοφυούς εταιρείας Synapse από το Σαν Φρανσίσκο, η οποία παρέχει τεχνολογία που διευκολύνει άλλες startup εταιρείες να προσφέρουν τραπεζικά προϊόντα.

Μέσω τέτοιων πλατφορμών διαμεσολάβησης, μικροσκοπικές νεοτράπεζες έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν χρηματοπιστωτικά προϊόντα μεγάλων τραπεζών: λογαριασμούς ταμιευτηρίου με την εγγύηση της FDIC, λογαριασμούς όψεως με χρεωστικές κάρτες, πρόσβαση σε ΑΤΜ, πιστωτικές κάρτες, υπηρεσίες συναλλάγματος, ακόμη και μπλοκ επιταγών. Έτσι, επιτρέπουν στους fintech επιχειρηματίες να επικεντρωθούν στην εδραίωσή τους στην αγορά, ανεξάρτητα από το πόσο μικροί ή ανορθόδοξοι είναι.



Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η “Dave”. Η Dave (ναι, αυτό είναι το πραγματικό της όνομα) είναι μια μικρή εφαρμογή που γλιτώνει τον κόσμο από το κόστος των ετήσιων χρεώσεων των τραπεζών για τις υπηρεσίες υπερανάληψης.

Δημιούργημα του 34χρονου επιχειρηματία, Jason Wilk, ο οποίος δεν είχε προηγούμενη εμπειρία στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η εφαρμογή “Dave” χρεώνει τους χρήστες της με 1 δολάριο τον μήνα και, αν αυτοί φαίνεται πιθανό να προχωρήσουν σε υπερανάληψη, τους παρέχει άμεσα τη δυνατότητα να λάβουν ως 75 δολάρια προκαταβολή. Πρόκειται για μια καλή μικρή επιχείρηση, που δεν μπορεί ωστόσο να προκαλέσει νευρικότητα σε μια τράπεζα όπως η Bank of America.

Ωστόσο, στη συνέχεια ο Wilk αποφάσισε να μετεξελίξει την εφαρμογή Dave σε νεοτράπεζα. Τον Ιούνιο, με τη βοήθεια τη Synapse, η Dave ξεκίνησε να προσφέρει λογαριασμούς όψεως και χρεωστικές κάρτες. 

Τώρα μπορεί να έχει κέρδος από τις συναλλαγές, με τις προμήθειες 1% έως 2% που χρεώνονται οι λιανοπωλητές κάθε φορά που δέχονται μια χρεωστική κάρτα. Αυτές τις προμήθειες τις μοιράζονται οι τράπεζες και οι εκδότες χρεωστικών καρτών όπως η Dave. Ο Wilk είναι αισιόδοξος και προβλέπει ότι η Dave θα έχει έσοδα 100 εκατ. δολαρίων φέτος από τους 4,5 εκατ. χρήστες της – από 19 εκατ. δολάρια το 2018, πριν μετατραπεί σε νεοτράπεζα. Πρόσφατα, η Dave αποτιμήθηκε σε 1 δισ. δολάρια.



Εν τω μεταξύ, στο παιχνίδι μπαίνουν και καθιερωμένες εταιρείες fintech που δεν ξεκίνησαν τη δραστηριότητά του από την τραπεζική αγορά. Η Betterment, με έδρα τη Νέα Υόρκη, η οποία διαχειρίζεται επενδύσεις 18 δισ. δολαρίων σε μετοχές και ομόλογα χρησιμοποιώντας αλγορίθμους, πρόσφατα ξεκίνησε τη διάθεση ενός λογαριασμού ταμιευτηρίου υψηλής απόδοσης. Προσέλκυσε καταθέσεις ύψους 1 δισ. δολαρίων σε δύο εβδομάδες. “Η επιτυχία ήταν πρωτοφανής. Ποτέ στην ιστορία μας δεν έχουμε αναπτυχθεί τόσο γρήγορα “, λέει με ενθουσιασμό ο διευθύνων σύμβουλος και συνιδρυτής της Betterment, Jon Stein. Τώρα ξεκινά επίσης τη διάθεση λογαριασμών όψεως χωρίς προμήθεια συνδεδεμένους με χρεωστικές κάρτες, ενώ -όπως λέει- το επόμενο βήμα θα είναι η διάθεση πιστωτικών καρτών και στεγαστικών δανείων.

Οι νεοτράπεζες εξελίσσονται γρήγορα σε τεράστια απειλή για τις παραδοσιακές τράπεζες. Η McKinsey εκτιμά ότι έως το 2025 το 40% των συλλογικών εσόδων των τραπεζών θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο από τον νέο ψηφιακό ανταγωνισμό. “Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει ένα φαινόμενο ανάλογο της Netflix -η Netflix ουσιαστικά υπερκέρασε τα Blockbuster- όπου οι Fintech εταιρείες θα θέσουν ουσιαστικά εκτός λειτουργίας τις τράπεζες”, λέει ο Nigel Morris, ειδικός σύμβουλος της QED Investors, ενός venture capital με έδρα την Αλεξάνδρεια στη Βιρτζίνια, που ειδικεύεται στις fintech.

“[Οι παραδοσιακές τράπεζες] είναι πραγματικά περίπλοκες επιχειρήσεις, με πολύπλοκο ρυθμιστικό πλαίσιο και πελάτες που είναι σχετικά αδρανείς”. Αλλά, “εάν [οι νεοτράπεζες] μπορέσουν να προσελκύσουν καταναλωτές, μπορούν να αποσπάσουν περισσότερα από απλώς ένα μερίδιο στο πορτοφόλι ενός καταναλωτή. Οι εξελίξεις μπορεί να είναι ραγδαίες. Αλλάζει το παιχνίδι. ”


Σε 20 χρόνια, αυτές οι υποστηρίζομενες από venture capitals startups μπορούν να κυριαρχήσουν στη λιανική τραπεζική, αλλά θα αντιμετωπίσουν μεγάλο ανταγωνισμό. Οι εταιρείες Fintech που προσφέρουν κυρίως επενδύσεις σπεύδουν να προσθέσουν κι αυτές τραπεζικές υπηρεσίες.

Ο Diwakar (Dee) Choubey υποτίθεται ότι έπρεπε να γίνει μηχανικός, όχι τραπεζίτης. Γεννημένος στο Ράντσι της Ινδίας, ήλθε στις ΗΠΑ τεσσάρων ετών, όταν ο πατέρας του ολοκλήρωνε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στον τομέα της μηχανικής στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών στη Νέα Υόρκη. Η οικογένεια κατέληξε στο Νιου Τζέρσεϋ. Η μητέρα του Choubey δίδασκε αυτιστικά παιδιά, ενώ ο πατέρα του εργάστηκε ως μηχανικός στη Cisco, προδιαγράφοντας το μέλλον του γιου του.
Όταν ο Choubey μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο το 1999, γράφτηκε στο τμήμα πληροφορικής που διάλεξε ο πατέρας του. Αλλά μετά από μερικά B-, “ικέτευσα για έλεος”, λέει ο Choubey. Έτσι, εξειδικεύθηκε στα οικονομικά, ενώ βελτίωσε τις περγαμηνές του και τις εργασιακές προοπτικές του συνεχίζοντας τις σπουδές του στην εταιρική χρηματοδότηση και τη λογιστική. Αφού αποφοίτησε με τιμητικές διακρίσεις, ασχολήθηκε με την επενδυτική τραπεζική, όπου παρέμεινε για την επόμενη δεκαετία.


Βλέποντας τα πράγματα εκ των έσω, διαπίστωσε ότι οι παραδοσιακές τράπεζες ήταν υπερβολικά αργές όσον αφορά την ανταπόκρισή τους στις απαιτήσεις των πελατών τους και να εκμεταλλευτούν τη δύναμη των smartphones. Το γεγονός αυτό, μαζί με μια ατέλειωτη σειρά τραπεζικών σκανδάλων, τον έπεισε ότι υπήρχε χώρος για έναν ψηφιακό “προσωπικό τραπεζίτη”. Το 2013 αποχώρησε απαρνούμενος τις πάνω από 1 εκατ. δολάρια ετήσιες απολαβές του για να ξεκινήσει τη MoneyLion.

Ο Choubey συγκέντρωσε 1 εκατ. δολάρια στον πρώτο γύρο χρηματοδότησης της εταιρείας του και ξεκίνησε προσφέροντας να προσφέρει δωρεάν έλεγχο πιστωτικού ορίου και μικροδάνεια. Αλλά αγωνίστηκε για να συγκεντρώσει περισσότερα κεφάλαια. Συνολικά 40 επενδυτές τον απέρριψαν την ιδέα του, θεωρώντας το όραμά του άσκοπο και αδιάφορο. “Με κορόιδεψαν πολλές εταιρείες venture capital τις πρώτες μέρες μας”, θυμάται.

Ενώ ο Choubey χτυπούσε ανεπιτυχώς τις πόρτες των venture capitals, η MoneyLion βήμα-βήμα, ξεκίνησε να αποφέρει μικρά έσοδα από τα επιτόκια των δανείων και τις διαφημίσεις πιστωτικών καρτών και να συλλέγει στοιχεία σχετικά με τη συμπεριφορά των καταναλωτών. Τελικά, το 2016, έπεισε την Edison Partners να ηγηθεί ενός γύρου χρηματοδότησης 23 εκατ. δολαρίων. Αυτό επέτρεψε στη MoneyLion να προσθέσει στις παροχές της μια αυτοματοποιημένη υπηρεσία συμβούλου που επιτρέπει στους χρήστες να επενδύουν ποσά που ξεκινούν από μόλις 50 δολάρια σε χαρτοφυλάκια μετοχών και ομολόγων. Το 2018, ξεκίνησε τη διάθεση λογαριασμών όψεως χωρίς προμήθεια και χρεωστικών καρτών μέσω της Lincoln Savings Bank με έδρα την Αϊόβα.

Η διαχείριση της ταχείας ανάπτυξης, προσπαθώντας παράλληλα να κρατήσει τα κόστη χαμηλά, αποδείχθηκε δύσκολη. Η MoneyLion επλήγει από έναν κατακλυσμό καταγγελιών στην μη κερδοσκοπική οργάνωση Better Business Bureau (σ.σ. που ασχολείται με την προστασία των καταναλωτών) την περασμένη άνοιξη και το καλοκαίρι. Αφορμή για τις καταγγελίες αυτές ήταν ότι ορισμένοι πελάτες της MoneyLion βίωσαν μεγάλες καθυστερήσεις κατά τη μεταφορά των χρημάτων τους από ή σε λογαριασμούς της εταιρείας και, όταν αναζήτησαν βοήθεια, έλαβαν μόνο τυποποιημένα μηνύματα από υπολογιστή. Ο Choubey λέει ότι οι δυσλειτουργίες αυτές του λογισμικού έχουν πλέον διορθωθεί, ενώ αύξησε και τον αριθμό των υπαλλήλων στην εξυπηρέτηση πελατών από 140 σε 230.

Λειτουργικά προβλήματα κατά την ανάπτυξή τους αντιμετώπισαν και άλλες νεοτράπεζες. Τον Οκτώβριο, η Chime με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, με 5 εκατ. λογαριασμούς, παρουσίασε τεχνικά προβλήματα που διήρκησαν τρεις μέρες. Οι πελάτες της δεν μπόρεσαν να μπουν στους λογαριασμούς τους, ενώ κάποιοι κατά διαστήματα δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις χρεωστικές κάρτες τους. Η Chime απέδωσε το πρόβλημα σε έναν συνεργάτη της, την Galileo Financial Technologies, μια πλατφόρμα που χρησιμοποιείται από πολλές fintech startups για την επεξεργασία συναλλαγών.



Μια ζεστή μέρα του φθινοπώρου ο Tim Spence περπατά με βήμα ταχύ στο πανύψηλο κτίριο στο Σινσινάτι που στεγάζει εδώ και 31 χρόνια τα κεντρικά γραφεία του εργοδότη του, της Fifth Third, μιας 161 ετών περιφερειακής τράπεζας με ενεργητικό 171 δισ. δολαρίων. Φορώντας ένα καρό σακάκι χωρίς γραβάτα, ο Spence δεν μοιάζει με παραδοσιακό τραπεζίτη. Ούτε είναι.
Με σπουδές αγγλικής λογοτεχνίας και οικονομικών στο Colgate Univercity των ΗΠΑ, ο Spence, 40 ετών σήμερα, πέρασε τα πρώτα επτά χρόνια της καριέρας του σε startups που δραστηριοποιούνταν στη ψηφιακή διαφήμιση. Στη συνέχεια μεταπήδησε στην εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων Oliver Wyman στη Νέα Υόρκη, παρέχοντας συμβουλές σε τράπεζες για τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους.

Το 2015, η Fifth Third τον δελέασε με τη θέση του επικεφαλής στρατηγικής και τον “παρέσυρε” στο Οχάιο, διευρύνοντας περαιτέρω τις αρμοδιότητές του στη συνέχεια. Πλέον, είναι αρμόδιος και για τη λιανική τραπεζική και τις υπηρεσίες πληρωμών, έχοντας την ευθύνη για τα 3 δισ δολάρια, από τα συνολικά 6,9 δισ. δολάρια των εσόδων της Fifth Third. Πέρυσι, το σύνολο των απολαβών του ανήλθε σε 3 εκατ. δολάρια, γεγονός που τον κατέστησε το τέταρτο πιο υψηλά αμειβόμενο ανώτατο στέλεχος της τράπεζας.

H Fifth Third διαθέτει ένα δίκτυο 1.143 υποκαταστημάτων, αλλά στην παρούσα φάση ο Spence επικεντρώνεται στην Dobot, μια εφαρμογή για κινητά που η τράπεζα απέκτησε το 2018 και επαναλάνσαρε φέτος. Η εφαρμογή Dobot βοηθά τους χρήστες να ορίσουν εξατομικευμένους στόχους αποταμίευσης και μεταφέρει αυτόματα χρήματα από τον λογαριασμό όψεως στον λογαριασμό ταμιευτηρίου. “Έχουμε φθάσει τα 80.000 downloads σε διάστημα έξι μηνών, χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψουμε σχεδόν τίποτα για μάρκετινγκ”, λέει.

Η ανάπτυξη νέων προϊόντων αποτελεί ένα μέρος της στρατηγικής τριών αξόνων “αγόρασε – συνεργάσου – χτίσε” (“buy-partner-build”), στο σχεδιασμό της οποίας συνέβαλε ο Spence, που ακολουθεί η τράπεζας προκειμένου να αντιμετωπίσει την πρόκληση των νεοτραπεζών. “Συνεργασία” σημαίνει επενδύσεις σε εταιρείες fintech καθώς και χρηματοδότηση δανείων που παρέχουν αυτές οι νεοεισερχόμενες στον τραπεζικό κλάδο.

H Fifth Third έχει συνάψει μια ευρεία συμφωνία με την πλατφόρμα venture capital, QED, του επιχειρηματία Nigel Morris, μέσω της οποίας έχει την ευκαιρία να επενδύει σε startups που υποστηρίζει το venture capital. Μία από τις πρώτες επενδύσεις αυτού τους είδους της Fifth Third ήταν στην GreenSky, την εταιρεία fintech με έδρα την Ατλάντα, που προσφέρει επισκευαστικά δάνεια (ορισμένα καλύπτονται από τη Fifth Third) μέσω ενός δικτύου εργολάβων.

Οι καλύτερες από αυτές τις συνεργασίες παρέχουν στη Fifth Third πρόσβαση σε δανειολήπτες μικρότερης ηλικίας, ιδιαίτερα σε εκείνους με υψηλά εισοδήματα. Το 2018 επένδυσε 50 εκατ. δολάρια στην CommonBond με έδρα τη Νέα Υόρκη, η οποία προσφέρει αναχρηματοδότηση φοιτητικών δανείων σε πτυχιούχους με ανταγωνιστικά επιτόκια. Ομοίως η Fifth Third έχει επενδύσει σε δύο startups που εδρεύουν στο Σαν Φρανσίσκο: τη Lendeavour, μια ηλεκτρονική πλατφόρμα που παρέχει μεγάλα δάνεια σε νέους οδοντιάτρους που ανοίγουν ιδιωτικά ιατρεία, και την ApplePie Capital, η οποία δανείζει χρήματα σε franchisees αλυσίδων ταχείας εστίασης.

“Αυτό ζηλεύω περισσότερο όταν πρόκειται για τη χρηματοδότηση μιας startup που μας ανταγωνίζεται, είναι η ποιότητα του ταλέντου που είναι σε θέση να φέρουν. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο”,
λέει ο Spence.

Όμως, ενώ ο Spence τους ζηλεύει μερικές φορές και συνεργάζεται όποτε μπορεί μαζί τους, δεν είναι πεπεισμένος ότι οι νεοτράπεζες θα διεισδύσουν και πολύ στα “χωράφια” των παραδοσιακών τραπεζών. Πρόσφατη έρευνα της Javelin σε δείγμα 11.500 καταναλωτών έδειξε ότι ο αριθμός των ερωτηθέντων που αξιολόγησαν ως σημαντικότερο παράγοντα για την επιλογή της τράπεζας που θα συνεργαστούν τις δυνατότητες που προσφέρονται online, ήταν αντίστοιχος με τον αριθμό όσων καθόρισαν ως σημα παράγοντα τις ευκολίες που προσφέρουν τα υποκαταστήματα των τραπεζών.“Καμία εξ αυτών δεν έχει δείξει ότι μπορεί να αναλάβει την πρωτογενή τραπεζική”, λέει. Υποστηρίζει επίσης ότι η ύπαρξη φυσικών καταστημάτων εξακολουθεί να είναι σημαντική για την οικοδόμηση μακροπρόθεσμων σχέσεων με τους πελάτες. 

Υπό αυτό το πρίσμα, η Fifth Third έχει ξεκινήσει να μειώνει τον συνολικό αριθμό των υποκαταστημάτων της με μέσο ρυθμό 3% ετησίως, αλλά ανοίγει νέα, ειδικά σχεδιασμένα ώστε να είναι φιλικά στους Millennials. Αυτά τα καταστήματα έχουν μόλις τα δύο τρίτα του μεγέθους των παραδοσιακών υποκαταστημάτων, ενώ αντί για ταμεία έχουν μπαρ και αίθουσες συσκέψεων με καναπέδες, όπου στελέχη της τράπεζας “οπλισμένα” με ταμπλέτες υποδέχονται τους πελάτες στην πόρτα – όπως στα καταστήματα της Apple.

Αυτό θέτει το ερώτημα κατά πόσο κάποια από τις νεοτράπεζες θα γίνει τόσο επιτυχημένη ώστε τελικά να ανοίξει και φυσικά καταστήματα, όπως έχουν κάνει οι λιανέμποροι του διαδικτύου Warby Parker, Casper και, φυσικά, η Amazon. 

Άλλωστε αυτό έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν. Η Capital One πρωτοστάτησε στη χρήση των bid data για να πουλήσει πιστωτικές κάρτες στις αρχές της δεκαετίας του 1990, γεγονός που την κατέστησε μία από τις πρώτες επιτυχημένες εταιρείες fintech. Αλλά το 2005 άρχισε να αποκτά παραδοσιακές τράπεζες και σήμερα είναι η δέκατη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, με ενεργητικό 379 δισ. δολαρίων και δίκτυο 480 υποκαταστημάτων.


Aθήνα 2019>χα, χα, χα…  

Share this article :

0 comments:

Πείτε μας την γνώμη σας

Έχετε κάτι να μας'προτείνετε ... !

Οικονομία

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

ΔΙΕΘΝΗ

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

Κράτος

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

ΥΓΕΙΑ

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

Ναυτιλία

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

Life Style

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

Ταξίδια

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

Ασφαλιστική Αγορά

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »
 
Support : Δημιουργία ιστοσελίδας | Al.Ge Template | Πρότυπο ΒΒ2
Copyright © 2013. "Ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ" - All Rights Reserved
Τεχνική Επιμέλεια - Δημιουργία ιστοσελίδας - Εμπνευσμένο από Al.Ge
Proudly powered by Al.Ge Template