Η Βικτόρια Χίσλοπ ανοίγει τον δικό της φάκελο της Κύπρου

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Η Βικτόρια Χίσλοπ ανοίγει τον δικό της φάκελο της Κύπρου.Καλοκαίρι 1972. Η Αμμόχωστος αποτελεί το πιο ελκυστικό θέρετρο της Μεσογείου. Μια πόλη λουσμένη στη λάμψη και το φως. Ενα φιλόδοξο ζευγάρι εγκαινιάζει το πιο εντυπωσιακό ξενοδοχείο, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι συνεργάζονται αρμονικά.

Η Βικτόρια Χίσλοπ βρέθηκε στην κατεχόμενη Αμμόχωστο, περπάτησε στην παραλία και μεταφέρει την εικόνα στο βιβλίο της: «Η σειρά με τα υπερσύγχρονα ξενοδοχεία, δωδεκαώροφα τα περισσότερα, εκτεινόταν σε όλο το μήκος της ακτής».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΡΑΤΩ ΚΑΝΤΟΥΝΑ
Δυο οικογένειες που ζουν στην ίδια γειτονιά, οι Γεωργίου και οι Οζκάν, συγκαταλέγονται ανάμεσα σε πολλούς άλλους που μετακόμισαν στην Αμμόχωστο για να ξεφύγουν από τον επί χρόνια αναβρασμό και τη βία που επικρατούσε σε άλλα μέρη του νησιού. Ομως, κάτω από τη μάσκα της χλιδής και του πλούτου που δείχνει η πόλη, η ένταση γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη.

Ενα πραξικόπημα βυθίζει την Κύπρο στο χάος. Η Τουρκία εισβάλλει στο νησί και η Αμμόχωστος βομβαρδίζεται. Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι παίρνουν όπως-όπως τα πιο πολύτιμα απ' τα υπάρχοντά τους και τρέπονται σε άτακτη φυγή για να γλιτώσουν από τους στρατιώτες που προε­λαύνουν. Στην εγκαταλειμμένη πόλη παραμένουν μόνο δύο οικογένειες...

Ενα νησί στις φλόγες, μια πόλη-φάντασμα, δύο οικογένειες ανταμώνουν στις σκιές».

Η Βρετανίδα συγγραφέας γράφει για τη δυνατή σχέση μεταξύ μιας ελληνοκυπριακής και μιας τουρκοκυπριακής οικογένειας, με φόντο τον «Αττίλα».

Και με αυτό το οπισθόφυλλο και με τον τίτλο «Ανατολή», η Βικτόρια Χίσλοπ, τόσο Ελληνίδα όσον αφορά τη θεματολογία των βιβλίων της, ξανανοίγει το Κυπριακό. Μετά «Το νησί» και την αναφορά της στη Σπιναλόγκα, «Το νήμα» που αφορά τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και την πολυπολιτισμικότητα της πόλης, και τον «Τελευταίο χορό» με άρωμα Ελλάδας, η Βρετανίδα συγγραφέας που μοιράζεται τη ζωή της ανάμεσα σε Λονδίνο και Πατήσια, ξαναγγίζει τις ανεπούλωτες δικές μας πληγές.

Το «Εθνος της Κυριακής» προδημοσιεύει αποσπάσματα από τη δική της «Ανατολή». Το βιβλίο θα βρίσκεται στις 22 του μηνός στις προθήκες.

EΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ



Αμμόχωστος, 15 Αυγούστου 1972


Η ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΗΤΑΝ ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ
Η ακρογιαλιά, τα κορμιά αυτών που λιάζονταν και οι ζωές των ανθρώπων που ζούσαν εδώ, όλα ήταν λουσμένα στη ζεστασιά και την καλοτυχία. Λεπτή, ξανθιά άμμος και μαζί μια καταγάλανη θάλασσα συνέθεταν τον πιο υπέροχο κόλπο στη Μεσόγειο, και όσοι αναζητούσαν τη διασκέδαση έρχονταν απ' όλα τα μέρη του κόσμου για να βυθιστούν στη ζεστασιά και να απολαύσουν τα γαλήνια νερά που τους αγκάλιαζαν. Εδώ έπαιρνες μια γεύση από Παράδεισο.

Η παλιά οχυρωμένη πόλη με τα επιβλητικά μεσαιωνικά της τείχη έστεκε στα βόρεια του παραλιακού θέρετρου. Οι εκδρομείς την επισκέπτονταν με τη συνοδεία ξεναγών για να μάθουν την ιστορία της, για να θαυμάσουν τις αψιδωτές οροφές, τα περίτεχνα σκαλίσματα και τους στυλοβάτες του μεγαλόπρεπου κτιρίου που κάποτε είχε υπάρξει καθεδρικός ναός αφιερωμένος στον Αγιο Νικόλαο, μα τώρα πια ήταν τέμενος. Αντίκριζαν τα απομεινάρια της πόλης που μετρούσε δεκατέσσερις αιώνες ιστορίας και μάθαιναν για τις Σταυροφορίες, για την ευημερία των Λουζινιανών βασιλέων, καθώς και για την άφιξη των Οθωμανών. Μια ευγενική ξεναγός μοιραζόταν μαζί τους όλες αυτές τις πληροφορίες μες στην κάψα του μεσημεριάτικου ήλιου, αλλά εκείνοι γρήγορα τις ξεχνούσαν? όταν επέστρεφαν στα ξενοδοχεία, βουτούσαν στην πισίνα και ξέπλεναν από πάνω τους τον ιδρώτα και τη σκόνη της ιστορίας.

Οι πολεμίστρες πάνω στα τείχη της παλιάς πόλης ήταν αρκετές για να δίνουν μια εικόνα του εχθρού, δεν άφηναν όμως να μπαίνει μέσα σχεδόν καθόλου φως. Κι ενώ το μεσαιωνικό φρούριο ήταν έτσι σχεδιασμένο ώστε να αποθαρρύνει τους επίδοξους εισβολείς, η καινούρια πόλη επιζητούσε να φέρνει τον κόσμο. Η αρχιτεκτονική της ήταν εξωστρεφής, ανοιχτή στο εκθαμβωτικό γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας· η Αμμόχωστος της δεκαετίας του '70 ήταν ελκυστική, αμέριμνη, γεμάτη φως κι έτσι φτιαγμένη ώστε να καλωσορίζει τον επισκέπτη. Η ιδέα ενός εισβολέα που έπρεπε να αποκρουστεί φάνταζε σαν κάτι που ανήκε σε άλλη εποχή.

Ηταν ένα από τα καλύτερα θέρετρα του κόσμου, φτιαγμένο με σκοπό την απόλαυση? ο σχεδιασμός του αποσκοπούσε στην άνεση των παραθεριστών. Τα ψηλά κτίρια που αγκάλιαζαν την ακτή ήταν κυρίως ξενοδοχεία, με κομψά Καφέ και ακριβά καταστήματα στο ισόγειο. Ηταν σύγχρονα, εκλεπτυσμένα, θύμιζαν πολύ το Μονακό και τις Κάννες, και είχαν φτιαχτεί για να προσφέρουν ευχάριστες, νωχελικές στιγμές στους ανθρώπους του διεθνούς τζετ σετ της εποχής, που ήταν διατεθειμένοι να αφεθούν γενναιόδωρα στη γοητεία του νησιού. Ολη την ημέρα οι τουρίστες απολάμβαναν τη θάλασσα και την αμμουδιά. Και όταν πια ο ήλιος έπεφτε, υπήρχαν εκατοντάδες μέρη όπου μπορούσες να πας για να φας, να πιεις, να διασκεδάσεις.

Ενας παράδεισος στη Μεσόγειο

Εκτός όμως από θέλγητρα για τους τουρίστες, η Αμμόχωστος διέθετε και το σημαντικότερο λιμάνι της Κύπρου. Ανθρωποι που ζούσαν σε μακρινούς τόπους μπορούσαν να απολαύσουν μια γεύση από το νησί, χάρη στα πλοία που έφευγαν κάθε χρόνο φορτωμένα με καφάσια γεμάτα εσπεριδοειδή.

Από τον Μάη ως τον Σεπτέμβρη οι περισσότερες μέρες ήταν πάνω-κάτω ίδιες, με σποραδικές ανόδους της θερμοκρασίας, τότε που ο ήλιος έμοιαζε αδυσώπητος. Ο ουρανός ήταν πάντα ανέφελος, οι μέρες μεγάλες, η ζέστη ξηρή και η θάλασσα δροσερή αλλά ήρεμη. Στην απέραντη ξανθιά αμμουδιά, μαυρισμένοι παραθεριστές ξαπλωμένοι νωχελικά πάνω στις ξαπλώστρες τους, απολάμβαναν δροσιστικά ποτά κάτω από πολύχρωμες ομπρέλες, ενώ οι πιο δραστήριοι τσαλαβουτούσαν παίζοντας στα ρηχά ή επιδείκνυαν τις ικανότητές τους στο θαλάσσιο σκι, κάνοντας περίτεχνες φιγούρες πάνω στα αρυτίδωτα νερά.

Η Αμμόχωστος άνθιζε. Κάτοικοι, εργαζόμενοι και επισκέπτες, όλοι, χωρίς καμία εξαίρεση, απολάμβαναν μια πλουσιοπάροχη ευδαιμονία.

Η σειρά με τα υπερσύγχρονα ξενοδοχεία, δωδεκαώροφα τα περισσότερα, εκτεινόταν σε όλο το μήκος της ακτής. Προς το νότιο άκρο της παραλίας, βρισκόταν ένα καινούριο. Με δεκαπέντε ορόφους, ήταν ψηλότερο απ' όλα τα υπόλοιπα, δυο φορές πιο πλατύ και χτισμένο τόσο πρόσφατα, που δεν είχε ακόμα πινακίδα με το όνομά του.

Από την πλευρά της παραλίας έδειχνε συνηθισμένο όσο και τα υπόλοιπα, χαμένο μέσα στο πλήθος των ξενοδοχείων που υπήρχαν κατά μήκος του κόλπου. Η κύρια είσοδος όμως ήταν μεγαλόπρεπη, με εντυπωσιακές καγκελόπορτες και επιβλητικά κιγκλιδώματα.

Εκείνη τη ζεστή μέρα του καλοκαιριού, το ξενοδοχείο ήταν γεμάτο ανθρώπους. Δεν ήταν ντυμένοι σαν τουρίστες, αλλά με φόρμες και ρούχα εργασίας. Ήταν εργάτες και τεχνίτες που έβαζαν τις τελευταίες πινελιές σε ένα έργο που είχε σχεδιαστεί με επιμέλεια και προσοχή. Παρόλο που το εξωτερικό του ξενοδοχείου έμοιαζε να ακολουθεί τον γενικότερο κανόνα, το εσωτερικό του ήταν πολύ διαφορετικό από τους ανταγωνιστές του. Οι ιδιοκτήτες φιλοδοξούσαν να δώσουν μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας, και θεωρούσαν ότι η υποδοχή ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς χώρους του ξενοδοχείου. Ο πελάτης θα έπρεπε να ερωτευτεί τον χώρο με την πρώτη ματιά? αν δεν προκαλούσε αμέσως εντύπωση, τότε είχαν αποτύχει. Δεν υπήρχε δεύτερη ευκαιρία.

Το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να εντυπωσιάζει, ήταν η έκτασή του. Σε έναν άντρα θα θύμιζε γήπεδο ποδοσφαίρου. Μια γυναίκα θα σκεφτόταν μια πανέμορφη λίμνη. Αντρες και γυναίκες θα πρόσεχαν την απαράμιλλη λάμψη του μαρμάρινου πατώματος και θα ένιωθαν ότι περπατούσαν πάνω στο νερό.

Το όραμα του Σάββα Παπακώστα

Ο άνθρωπος με αυτό το όραμα ήταν ο Σάββας Παπακώστας. Στα τριάντα τρία του έδειχνε μεγαλύτερος, με λίγα γκρίζα τσουλούφια στα σκούρα, κατά τα άλλα, σπαστά μαλλιά του. Ηταν φρεσκοξυρισμένος και γεροδεμένος, και σήμερα, όπως κάθε μέρα, φορούσε κοστούμι γκρι ανοιχτό και υπόλευκο πουκάμισο.

Με μία εξαίρεση, όλοι όσοι εργάζονταν στο χώρο υποδοχής ήταν άντρες. Η μοναδική γυναίκα, με μαύρα μαλλιά, ντυμένη άψογα με ένα κρεμ φόρεμα σε ίσια γραμμή, ήταν η σύζυγος του Παπακώστα. Σήμερα ήταν εκεί για να επιθεωρήσει την τοποθέτηση των κουρτινών στο φουαγέ και στην αίθουσα χορού, αλλά σε όλους τους προηγούμενους μήνες είχε επιβλέψει την επιλογή των υφασμάτων και των επίπλων που θα τοποθετούνταν στις πεντακόσιες κρεβατοκάμαρες. Η Αφροδίτη ήταν χαρισματική σε αυτόν το ρόλο που τον λάτρευε. Η ξεχωριστή διακόσμηση κάθε δωματίου, χρησιμοποιώντας μάλιστα διαφορετικό ύφος για τον κάθε όροφο, ήταν κάτι ανάλογο με την επιλογή και το συνδυασμό ρούχων και αξεσουάρ.

Το γούστο της Αφροδίτης Παπακώστα θα έκανε το ξενοδοχείο πανέμορφο, αλλά χωρίς εκείνη δεν θα είχε χτιστεί καν. Τα χρήματα της επένδυσης προέρχονταν από τον πατέρα της. Ο Τρύφωνας Μαρκίδης ήταν ιδιοκτήτης πολλών πολυκατοικιών στην Αμμόχωστο και είχε εφοπλιστική επιχείρηση με αντικείμενο τις εξαγωγές φρούτων και άλλων αγαθών με τα πλοία του, από το λιμάνι της Αμμοχώστου.

Η πρώτη φορά που γνώρισε τον Σάββα Παπακώστα ήταν σε μια σύσκεψη της τοπικής ένωσης εμπόρων και επαγγελματιών. Ο Μαρκίδης διέκρινε πάνω του όρεξη και ζήλο, και θυμήθηκε τον εαυτό του στα νιάτα του. Του πήρε λίγο χρόνο να πείσει τη γυναίκα του ότι ένας άνθρωπος με ένα μικρό ξενοδοχείο στη λιγότερο φανταχτερή άκρη της παραλίας, είχε ένα λαμπρό, πολλά υποσχόμενο μέλλον.

«Κλείνει τα είκοσι ένα», είχε πει ο Μαρκίδης. «Πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το γάμο της».
Η Αρτεμις θεωρούσε τον Σάββα κοινωνικά κατώτερο από την όμορφη και μορφωμένη κόρη της, έναν νεαρό «αγροίκο». Δεν έφταιγε μόνο το ότι οι γονείς του ήταν αγρότες, αλλά και ότι κατείχαν πολύ λίγα στρέμματα γης. Ο Τρύφωνας, ωστόσο, διέβλεψε στον πιθανό γαμπρό του μια χρηματική επένδυση. Αρκετές φορές είχαν συζητήσει μαζί τα σχέδιά του να χτίσει ένα δεύτερο ξενοδοχείο.

«Αγάπη μου, οι φιλοδοξίες του είναι απέραντες», καθησύχασε ο Τρύφωνας την Αρτέμιδα. «Αυτό είναι που έχει σημασία. Είμαι σίγουρος ότι θα πάει πολύ ψηλά. Εχει μια φλόγα στα μάτια του. Μπορώ να συζητάω για δουλειές μαζί του, σαν άντρας προς άντρα».

Οταν ο Τρύφωνας Μαρκίδης προσκάλεσε για πρώτη φορά τον Σάββα Παπακώστα σε δείπνο στη Λευκωσία, η Αφροδίτη είχε καταλάβει τι ήλπιζε ο πατέρας της να πετύχει. Δεν ένιωσε βέβαια κεραυνοβόλο έρωτα, αλλά πάλι, δεν είχε βγει με πολλούς νεαρούς και δεν ήξερε ακριβώς τι υποτίθεται πως έπρεπε να αισθανθεί. Αυτό για το οποίο δεν μίλησε κανείς, παρόλο που κι ο ίδιος ο Σάββας μπορεί να το παρατηρούσε αν είχε κοιτάξει με προσοχή τη φωτογραφία που ήταν κρεμασμένη σε περίοπτη θέση στον τοίχο, ήταν η ομοιότητά του με τον μακαρίτη γιο του Μαρκίδη, μονάκριβο αδερφό της Αφροδίτης. Ηταν γεροδεμένος, όπως ακριβώς και ο Δημήτρης, με σπαστά μαλλιά και μεγάλο στόμα. Αν μάλιστα ο Δημήτρης ζούσε, θα είχαν και την ίδια ηλικία.

Ο Δημήτρης Μαρκίδης ήταν είκοσι πέντε χρονών όταν σκοτώθηκε στις ταραχές που είχαν ξεσπάσει μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στη Λευκωσία, στις αρχές του 1964. Είχε πέσει νεκρός μόλις ένα χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι του, και η μητέρα του είχε την πεποίθηση πως ήταν απλώς θεατής των ταραχών, που έτυχε να πέσει ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά.

Μεγαλοπρεπής γάμος με καλεσμένο τον Μακάριο

Το ότι ο Δημήτρης ήταν αθώος και απονήρευτος -έτσι πίστευε η Αρτεμις Μαρκίδου? έκανε το θάνατό του αφάνταστα πιο τραγικό γι' αυτήν. Ωστόσο, και ο πατέρας του και η αδερφή του ήξεραν ότι ο θάνατός του δεν οφειλόταν απλώς στην «κακιά στιγμή». Η Αφροδίτη και ο Δημήτρης μοιράζονταν τα πάντα μεταξύ τους. Τον κάλυπτε όταν εκείνος γλιστρούσε κρυφά έξω από το σπίτι, έλεγε ψέματα για να τον προστατέψει, μια φορά μάλιστα είχε κρύψει κι ένα όπλο μέσα στην κρεβατοκάμαρά της, γιατί ήξερε ότι κανένας δεν θα πήγαινε να ψάξει εκεί.

Οταν πέθανε ο Δημήτρης, τα πάντα άλλαξαν. Η Αρτεμις Μαρκίδου δεν μπορούσε και δεν έλεγε να συνέλθει από τον πόνο της. Ενα σκοτάδι, στην ψυχή και στο σώμα, ήρθε και σκέπασε τις ζωές όλων, και δεν έφευγε. Ο Τρύφωνας Μαρκίδης έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεχαστεί, αλλά η Αφροδίτη περνούσε τον περισσότερο χρόνο της παγιδευμένη στην ασφυκτική ατμόσφαιρα ενός σιωπηλού σπιτιού, όπου συχνά τα παντζούρια παρέμεναν κλειστά όλη μέρα. Λαχταρούσε να φύγει μακριά απ' όλα αυτά, αλλά ο μόνος τρόπος ήταν ο γάμος, και όταν γνώρισε τον Σάββα κατάλαβε ότι αυτή μπορεί να ήταν η ευκαιρία της.

Χωρίς να νιώθει γι' αυτόν τρελό έρωτα, είχε επίγνωση ότι η ζωή θα ήταν πολύ πιο εύκολη αν παντρευόταν κάποιον που θα ενέκρινε ο πατέρας της. Σκέφτηκε επίσης ότι στα σχέδια του Σάββα για το χτίσιμο ξενοδοχείου, μπορεί να βρισκόταν ένας ρόλος και για εκείνη, κάτι που τη γοήτευε πολύ.

Δεκαοχτώ μήνες μετά το πρώτο τους αντάμωμα με τον Σάββα, οι γονείς της οργάνωσαν τον πιο μεγαλόπρεπο γάμο που είχε γίνει στην Κύπρο ολόκληρη τη δεκαετία. Στη γαμήλια τελετή παρέστησαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, καθώς και πάνω από χίλιοι καλεσμένοι ? οι οποίοι κατανάλωσαν ισάριθμα μπουκάλια γαλλικής σαμπάνιας.


Η αξία της προίκας της νύφης μόνο από τα κοσμήματα, με μια πρόχειρη εκτίμηση, ξεπερνούσε τις δεκαπέντε χιλιάδες λίρες. Την ημέρα του γάμου της, ο πατέρας της της δώρισε ένα περιδέραιο με σπάνια μπλε διαμάντια.
Share this article :

0 comments:

Πείτε μας την γνώμη σας

Έχετε κάτι να μας'προτείνετε ... !

Οικονομία

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

ΔΙΕΘΝΗ

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

Κράτος

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

ΥΓΕΙΑ

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

Ναυτιλία

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

Life Style

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

Ταξίδια

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »

Ασφαλιστική Αγορά

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία »
 
Support : Δημιουργία ιστοσελίδας | Al.Ge Template | Πρότυπο ΒΒ2
Copyright © 2013. "Ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ" - All Rights Reserved
Τεχνική Επιμέλεια - Δημιουργία ιστοσελίδας - Εμπνευσμένο από Al.Ge
Proudly powered by Al.Ge Template